-
1 мореходность
η πλοϊμότηταη αξιο-πλοΐαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мореходность
-
2 достоинство
достоинство с 1) η άξιο" πρέπεια с \достоинство ом με αξιοπρέπεια 2) (положительное качество) η αρετή, το προτέρημα, το χάρισμα 3) (стоимость денежного знака) η αξία* * *с1) η αξιοπρέπειαс досто́инством — με αξιοπρέπεια
2) ( положительное качество) η αρετή, το προτέρημα, το χάρισμα3) ( стоимость денежного знака) η αξία -
3 достойно
достойн||онареч ἄξια, ἐπάξια, ἀντάξια, κατ' ἀξία:\достойно встретить νά ὑποδεχθούμε ἐπάξια· это \достойно подражания ἀξιο γιά μίμηση. -
4 достопримечательность
достопримечательн||остьж τό ἀξιο-θέατο[ν], τό ἀξιοπερίεργο[ν]. -
5 оценка
оцен||каж1. ἡ ἔκτίμηση [-ις], ἡ δια-τίμηση [-ις]:производить \оценкаку ἐκτιμώ, διατιμώ·2. перен ἡ ἐκτίμηση[ς], ἡ ἀξιο-λόγηση [-ις]:давать высокую \оценкаку ἐκτιμώ πολύ. -
6 платежеспособный
платежеспосо́бн||ыйприл ἀξιό-χρεος [-ως], φερέγγυος. -
7 удостаивать
[ουνταστάιβατ'] ρ. κρίνω άξιο -
8 удостаивать
[ουνταστάιβατ'] ρ κρίνω άξιο -
9 удивительно
1. εκπληκτικά, καταπληκτικά, παράμενα κλπ.επ.,(με αρνητική σημ.)• φοβερά•удивительно противный человек φοβερά συχαμερός (απεχθής) άνθρωπος.
2. ως κατηγ. είναι περίεργο, παράξενο, εκπληκτικό, άξιο θαυμασμού, απ ο ρ ίας. -
10 удостоить
-ою, -оишьρ.σ.μ.1. κρίνω άξιο βράβευσης• βραβεύω• τιμώ με βραβείο•удостоить награды τιμώ με βραβείο•
2. αξιώνω, καταδέχομαι, ευαρεστούμαι• στέργω• αξίζω•удостоить не -ит кого-нибудь ответом απαξιώ να απαντήσω σε κάποιον.
εκφρ.удостоить чести кого – τιμώ κάποιον.1. τιμούμαι• βραβεύομαι•удостоить высшей награды τιμούμαι με το ανώτατο βραβείο.
2. αξίζω• αξιώνομαι•он -лся её улыбки αυτός αξιώθηκε του χαμόγελου της.
εκφρ.удостоить чести – ειρν. αξίζω τιμής, τιμούμαι.
См. также в других словарях:
αξιο- — (AM ἀξιο ). [ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος. Χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και σημαίνει τον άξιο γι αυτό που δηλώνει το β συνθετ. της λέξης. Πρβλ. αξιόλογος, αξιοπρεπής αρχ. αξιόσκεπτος, αξιόχρεως αρχ.… … Dictionary of Greek
ἄξιο — ἄ̱ξιο , ἄγω lead aor ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἄγω lead aor ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παίονες — Αρχαίος λαός που εγκαταστάθηκε αρχικά στην περιοχή πάνω από τον Αξιό και αργότερα μέχρι τον Στρυμόνα. Η εθνικότητά τους ήταν ελληνοθρακική. Τα ομηρικά έπη αναφέρουν τους Παίονες ως κατοίκους αυτής της περιοχής. Και ο Παυσανίας επίσης λέει ότι ο… … Dictionary of Greek
αξιώνω — (AM ἀξιῶ, όω) [άξιος] 1. θεωρώ κάτι ως δικαίωμά μου, εγείρω αξίωση, απαιτώ 2. θεωρώ κάποιον άξιο να πράξει ή να είναι κάτι ||| νεοελλ. μέσ. κατορθώνω αρχ. 1. θεωρώ κάποιον άξιο αμοιβής ή τιμωρίας 2. τιμώ, εκτιμώ 3. αποδίδω τιμή σε κάποιον, τον… … Dictionary of Greek
καταξιώνω — καταξίωσα, καταξιώθηκα, καταξιωμένος, θεωρώ κάποιον άξιο, τον κρίνω άξιο ή τον κάνω άξιο: Αυτό που καταξιώνει τον άνθρωπο είναι τα καλά του έργα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταξιώνω — (AM καταξιῶ όω) θεωρώ κάποιον άξιο, κρίνω κάποιον άξιο για κάτι (α. «τόν καταξίωσε ο θεός να δει τα παιδιά του επιτυχημένους ανθρώπους» β. «μεγάλης αὐτὸν ἀποδοχῆς καταξιῶσαι», Διόδ.) νεοελλ. αναγνωρίζω την αξία κάποιου, δικαιώνω («αυτή η εξέλιξη… … Dictionary of Greek
λήτη — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 150 μ., 2.841 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Β της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί έδρα του δήμου Μυγδονίας. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Αειβάτιον και Αϊβάτι. Η πόλη χτίστηκε πάνω στα… … Dictionary of Greek
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Βόρας ή Καϊμακτσαλάν — Όρος της Μακεδονίας, το τρίτο σε ύψος στην Ελλάδα (2.524 μ.), κατά μήκος της μεθορίου μεταξύ Ελλάδας και Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Αρχίζει από τα πρώτα υψώματα της πεδιάδας της Φλώρινας και φτάνει μέχρι τον Αξιό ποταμό,… … Dictionary of Greek
Δοϊράνη λίμνη — Λίμνη (43,1 τ. χλμ.) της Μακεδονίας. Βρίσκεται στη μεθόριο με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ), ΝΔ του δυτικού Μπέλες. Η επιφάνεια της λίμνης, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας ανήκει στην ΠΓΔΜ, βρίσκεται 147 μ. ψηλότερα από … Dictionary of Greek